- μουφτής
- Αραβική λέξη (μούφτι), που την πήραν οι Τούρκοι (μουφτί) και από αυτούς οι Έλληνες. Σημαίνει κατά λέξη «αυτός που εκδίδει φετβά» (δηλαδή δικαστική απόφαση) και χαρακτηρίζει τον νομομαθή στον οποίο μπορεί να αποταθεί ένας ιδιώτης, μια κοινότητα ή και το ίδιο το κράτος για ένα ζήτημα, για το οποίο αποφασίζει αυτός, όχι κατά την προσωπική του γνώμη αλλά βασιζόμενος σε προηγούμενες κωδικοποιημένες αποφάσεις. Κάθε πόλη μπορεί να έχει έναν «μεγάλο μ.», που απολαμβάνει ιδιαίτερου σεβασμού, αλλά που οι εξουσίες του - σύμφωνα με τον νόμο - δεν είναι διαφορετικές από οποιουδήποτε άλλου μ. ή νομομαθούς. Μ. λέγεται και ο θρησκευτικός αρχηγός των μουσουλμανικών κοινοτήτων στην Ελλάδα. Οι μ. αυτοί θεωρούνται δημόσιοι υπάλληλοι, διορίζονται με προεδρικό διάταγμα και δίνουν τον όρκο του δημόσιου υπάλληλου.
* * *ο (Μ μουφτής)1. μουσουλμάνος θεολόγος, ερμηνευτής τών νόμων, ο οποίος επεξεργάζεται και εκδίδει επίσημες γνωμοδοτήσεις, τους φετφάδες, μη υποχρεωτικές για το ιεροδικείο, σε ζητήματα μουσουλμανικού θρησκευτικού δικαίου, τα οποία σχετίζονται με τις ιδιωτικές σχέσεις και διαφορές μεταξύ τών μουσουλμάνων2. ιεροδίκης, ιεροδικαστής.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. mufti < αραβ. mufti «δικαστής»].
Dictionary of Greek. 2013.